- μονόκερως
- (Αστρον.). Διεθνώς Monoceros με σύμβολο Mon. Αμυδρός αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, κοντά στον αστερισμό του Ωρίωνα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς των Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγωού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του Μικρού Κυνός και αποτελείται από αμυδρούς αστέρες κάτω από το 4o μέγεθος. Περιέχει τον τριπλό αστέρα β και το διπλό ε και αρκετούς μεταβλητούς αστέρες. Στο Μ. υπάρχουν επίσης πολλά σμήνη, όπως το ανοικτό σμήνος HV 112 που διακρίνεται στο ΒΔ άκρο του αστερισμού και τα ανοικτά επίσης σμήνη NGC 2506, 2244 και 2323. Ο Μ. μεσουρανεί το βράδυ γύρω στο τέλος Φεβρουαρίου, 52° πάνω από τον νότιο ορίζοντα της Αθήνας.
* * *-ων (ΑΜ μονόκερως, -ων, Α ποιητ. τ. μουνόκερος, -ον)1. αυτός που έχει μόνο ένα κέρατο, ο μονοκέρατος («ο ταύρος τού Θεοδόση ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός», Παπαδ.)2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόκερωςμυθικό ζώο με σώμα αλόγου και κεφάλι τράγου με ένα μεγάλο κέρατο στο μέσο τού μετώπου του και, συχνά, δίχηλα πόδιανεοελλ.το αρσ. ως ουσ. αστρον. αστερισμός ο οποίος εκτείνεται και προς τις δύο πλευρές τού ουράνιου ισημερινού, μεταξύ τών αστερισμών τών Διδύμων, τού Ωρίωνα, τού Λαγού, τού Μεγάλου Κυνός, τής Πρύμνης, τής Ύδρας και τού Μικρού Κυνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ορθό-κερως].
Dictionary of Greek. 2013.